A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ρηξηνορίη — και ῥηξινορία, ή, Α [ῥηξήνωρ, ορος] η ορμητικότητα … Dictionary of Greek
ῥηξηνορίη — ῥηξηνορία might to break through armed ranks fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)